- αλωνοθερίζω
- θερίζω και αλωνίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλωνίζω + θερίζω, κατόπιν απλολογίας αντί *αλωνιζοθερίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλωνίζω — (Μ ἁλωνίζω) αποχωρίζω με τριβή στο αλώνι τους κόκκους δημητριακών από το περίβλημά τους νεοελλ. 1. διασκορπίζω εδώ κι εκεί, διώχνω βίαια 2. χτυπώ, δέρνω 3. σπαταλώ, ξοδεύω αλόγιστα 4. κάνω άνω κάτω, ενοχλώ 5. τρέχω εδώ κι εκεί, περιφέρομαι 6.… … Dictionary of Greek